- φουσκίτσα
- ηη φουσκαλίδα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουσκίτσα — η, Ν [φούσκα (Ι)] υποκορ. μικρή φούσκα ή φυσαλλίδα ή μικρό μπαλόνι … Dictionary of Greek
κυστίδιο — το [κύστη (Ι)] 1. μικρή κύστη, φουσκίτσα 2. (μυκητ.) μεγάλο στείρο ροπαλόμορφο κύτταρο που απαντά στο υμένιο τών βασιδιομυκήτων 3. ζωολ. θήκη ή εξωτερικός σκελετός καθενός από τα άτομα μιας αποικίας εξώπρωκτων βρυοζώων, αλλ. εξωκύστη 4. ανατ.… … Dictionary of Greek
φυσείδιον — τὸ, Α [φῡσα] μικρή φύσα, φουσκίτσα … Dictionary of Greek
κυστίδιο — το υποκορ. του κύστη φουσκίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)